- ἀρτίπλουτος
- ἀρτῐ-πλουτος, ον,A newly gotten,
χρήματα E.Supp.742
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χρήματα E.Supp.742
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αρτίπλουτος — ἀρτίπλουτος, ον (Α) αυτός που αποκτήθηκε πολύ πρόσφατα … Dictionary of Greek
ἀρτίπλουτα — ἀρτίπλουτος newly gotten neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρτι- — (AM ἀρτι )· [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων της Ελληνικής, ιδίως της αρχαίας και της μεσαιωνικής, με σημαντική παραγωγική δύναμη. Πρόκειται για προθεματικό ή προρρηματικό στοιχείο, προερχόμενο από το επίρρημα άρτι*. Απαντά σε αξιόλογο αριθμό συνθέτων … Dictionary of Greek
πλούτος — I Γιος της Δήμητρας και του Ιασίωνα, θεός της ευφορίας των αγρών και γενικά του πλούτου. Συχνά ταυτίζεται με τον θεό του Άδη Πλούτωνα. Ο γλύπτης Κηφισόδοτος στο διάσημο σύμπλεγμά του τον παριστάνει ως βρέφος στην αγκαλιά της Ειρήνης, αλλά ο… … Dictionary of Greek